- ἔταμνε
- τέμνωcutimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκπροτάμνω — Α ιων. τ. προχωρώ και τέμνω («ὑπεκπρὸ δὲ πόντον ἔταμνε ναῡς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + πρὸ τάμνω, ιων. τ. τού τέμνω] … Dictionary of Greek